διόκλειος

διόκλειος
διόκλειος, ο (Α)
φρ. «διόκλειος κυαθίσκος» — χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για να βγάζουν από τα τραύματα τα βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πήρε την ονομασία της από τον γιατρό του 4ου π.Χ. αιώνα Διοκλή τον Καρύστιο, ο οποίος επινόησε αυτό το χειρουργικό εργαλείο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”